- ψηλαφίζει
- ψηλαφίζωpres ind mp 2nd sgψηλαφίζωpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρακταϊστής — ὁ, Μ [τρακταΐζω] 1. αυτός που ψηλαφίζει ένα αντικείμενο 2. μτφ. αυτός που ερευνά μια υπόθεση … Dictionary of Greek
ψηλαφητικός — ή, όν, Μ [ψηλαφητός] μτφ. αυτός που ψηλαφίζει την ουσία, που αναζητεί την αλήθεια. επίρρ... ψηλαφητικῶς Μ ψηλαφητά … Dictionary of Greek